- Γραικίζω
- Γραικ-ίζω,A speak Greek, Hdn.Epim.12:
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γραικίζω — (Α γραικίζω) [Γραικός] χρησιμοποιώ την ελληνική γλώσσα νεοελλ. γραικίζομαι εξελληνίζομαι … Dictionary of Greek